- επισταθμία
- η (AM ἐπισταθμίαΑ και ἐπισταθμεία) [επίσταθμος]κατάλυμανεοελλ.η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείαςαρχ.υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισταθμία — ἐπισταθμίᾱ , ἐπισταθμία lodging fem nom/voc/acc dual ἐπισταθμίᾱ , ἐπισταθμία lodging fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταθμίας — ἐπισταθμίᾱς , ἐπισταθμία lodging fem acc pl ἐπισταθμίᾱς , ἐπισταθμία lodging fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταθμίαν — ἐπισταθμίᾱν , ἐπισταθμία lodging fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταθμιῶν — ἐπισταθμία lodging fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισταθμίαις — ἐπισταθμία lodging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσταθμος — η, ο (Α ἐπίσταθμος, ον) [σταθμός] αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος ο επιμελητής τής επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία αρχ. 1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού 2. ο υπεύθυνος τού… … Dictionary of Greek
επισταθμεία — η βλ. επισταθμία … Dictionary of Greek